ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΣΤ΄ ΤΑΞΗΣ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

                                       

Οι μαθήτριες της ΣΤ΄τάξης ,  Μπουγανοσοπούλου Ζωή-Σοφία, Μετσοβίτη Παναγιώτα, Νικολούλη Όλγα, Ρίζου Κωνσταντίνα και Ζίου Ειρήνη, συμμετείχαν με τη βοήθεια του εκπ/κου Παπαδημητρίου Δημήτριου, της Τσινούλη Ασπασίας και της δ/ντριας Αποστολάκη Μαρίας, σε διαγωνισμό παραμυθιού με το παρακάτω κείμενο και την ζωγραφιά:

 

                                          ΩΣ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

                                       Τα όνειρα … δεν πεθαίνουν ποτέ

Βρισκόμαστε στη Συρία του 2014. Ο πατέρας μιας οικογένειας που αποτελείται από πέντε παιδιά, τη μητέρα και τους γονείς του σκέφτεται να ανακοινώσει στους συγγενείς του ότι λόγω του πολέμου πρέπει να φύγουν για μια άλλη χώρα. Ο τόπος αυτός στα μάτια των παιδιών θα φαντάζει σαν τη χώρα των ονείρων τους.

Ο πατέρας τελικά παίρνει την απόφαση να τους μιλήσει. Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν έχουν άλλη επιλογή και καταβάλλει προσπάθειες να τους πείσει.

  • Τα τελευταία χρόνια σ’ αυτόν τον όμορφο τόπο τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα. Κάθε μέρα που περνάει γίνονται ακόμη δυσκολότερα και από τύχη είμαστε όλοι μας ακόμη ζωντανοί. Η κατάσταση είναι πολύ επικίνδυνη και γι’ αυτό θεωρώ πως ήρθε η ώρα να πάρουμε την απόφαση να φύγουμε από ’δω όσο γίνεται πιο γρήγορα. Το ξέρω ότι δε θα είναι καθόλου εύκολο, αλλά δε νομίζω ότι έχουμε άλλη επιλογή. Τα μαύρα σύννεφα του πολέμου μας απειλούν καθημερινά και γι’ αυτό πρέπει να βρούμε μια άλλη χώρα και να ξεκινήσουμε τη ζωή μας από την αρχή.

Τα παιδιά στο άκουσμα αυτής της είδησης τα χάνουν. Τα μικρότερα τρέχουν στην αγκαλιά της μαμάς τους και βάζουν τα κλάματα. Δε θέλουν να φύγουν από τη χώρα τους, δε θέλουν να αφήσουν το σπίτι τους, δε θέλουν να πάνε στα ξένα. Ο μεγαλύτερος γιος, αν και δε συμφωνεί, βρίσκει το θάρρος να ρωτήσει τον πατέρα του :

  • Μπαμπά, πώς θα είναι αυτή η χώρα;

 

  • Θα είναι κι αυτή πολύ όμορφη όπως ήταν παλιότερα και η δική μας. Μόνο που εκεί δε θα βλέπουμε βομβαρδισμένα κτίρια κι ανθρώπους με αίματα στους δρόμους. Δε θα ακούμε τις πολεμικές σειρήνες και δε θα τρέχουμε να κρυφτούμε στα καταφύγια. Δε θα μυρίζουμε τη σκόνη και τους καπνούς από τις φωτιές. Θα νιώθουμε ασφαλείς, θα μπορούμε να απολαύσουμε τον ήλιο, θα είμαστε ξένοιαστοι. Κι εσείς, παιδιά μου, θα κάνετε αυτό που πρέπει να κάνουν όλα τα παιδιά της ηλικίας σας : να πηγαίνετε στο σχολείο.

Μετά από πολλές δυσκολίες ο πατέρας καταφέρνει να πείσει τα παιδιά του, αλλά η γυναίκα του έχει πολλές αμφιβολίες για το ταξίδι. Θεωρεί πως πρέπει να το ξανασκεφτούν και ότι θα περάσουν δύσκολα μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Τελικά όμως παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να φύγουν.

Την επόμενη μέρα η οικογένεια Εμίρογλου φορτώνει στο αυτοκίνητο τα λιγοστά πράγματά της και με βαριά καρδιά ξεκινά τη διαδρομή της. Έξω από το σπίτι βρίσκονται συγκεντρωμένοι φίλοι, συγγενείς και γείτονες για να τους αποχαιρετήσουν. Τα παιδιά, καθισμένα στα πίσω καθίσματα έχουν κολλήσει τα θλιμμένα πρόσωπά τους στο τζάμι και καθώς το αυτοκίνητο απομακρύνεται δε λένε να αφήσουν από το βλέμμα τους το σπίτι τους που σιγά σιγά χάνεται. Οι γονείς δε βρίσκουν το κουράγιο να γυρίσουν το κεφάλι τους. Με δάκρυα στα μάτια αφήνουν πίσω τους την πόλη στην οποία έζησαν, τη χώρα που αγάπησαν.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού περνούν πολλές δυσκολίες. Στη μέση της διαδρομής, η μικρότερη κόρη της οικογένειας, η Ντιάνα, ανεβάζει πυρετό. Οι γονείς και οι παππούδες της δεν ξέρουν τι να κάνουν για να γίνει καλά. Πλησιάζουν μια πόλη και κατευθύνονται στο τοπικό νοσοκομείο. Δυστυχώς όμως, θα πρέπει να μείνουν εκεί για τουλάχιστον δύο μέρες, προκειμένου η μικρούλα να γίνει καλά. Αυτό αλλάζει τα σχέδιά τους, αλλά είναι αποφασισμένοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για το παιδί τους.

Έπειτα από τρεις δύσκολες μέρες, η οικογένεια αναχωρεί και συνεχίζει το ταξίδι της. Περνούν βράδυ τα σύνορα με την Τουρκία για να μη γίνουν αντιληπτοί και κατευθύνονται προς τα μικρασιατικά παράλια. Εκεί ένας άντρας θα τους περιμένει για να τους περάσει απέναντι. Έτσι έχουν υποσχεθεί στον πατέρα κάποιοι στη Συρία στους οποίους έδωσε τις λιγοστές οικονομίες που είχε στην άκρη, για να αγοράσει τα εισιτήρια.

Όταν τελικά φθάνουν στον προορισμό τους τη νύχτα, βλέπουν ότι εκεί βρίσκονται κι άλλοι άνθρωποι μαζεμένοι. Όλοι έχουν ένα όνειρο : να περάσουν στην Ελλάδα και να συνεχίσουν τη ζωή τους εκεί. Καθώς βγάζουν τα εισιτήρια τους για να μπουν στις βάρκες που θα τους οδηγήσουν στη χώρα των ονείρων τους, οι ελεγκτές τους λένε ότι πρέπει να χωριστούν. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχαν υπολογίσει. Όλοι μαζί νιώθουν πιο ασφαλείς. Θα μπορέσουν άραγε να ξαναβρεθούν στην απέναντι ακτή;

Τελικά αποφασίζουν να μοιραστούν, αφού δεν έχουν άλλη επιλογή. Η μητέρα με τα μισά παιδιά στη μια βάρκα και ο πατέρας με τα υπόλοιπα και τους γονείς του στην άλλη. Τα φουσκωτά ξεκινούν μέσα στη νύχτα το ταξίδι τους. Ευτυχώς, ο καιρός είναι καλός και η θάλασσα δεν είναι φουρτουνιασμένη. Καλό σημάδι τουλάχιστον αυτό!

Σε κάποια φάση οι βάρκες απομακρύνονται. Η αγωνία τους κορυφώνεται. Μετά από λίγες ώρες όμως καταφέρνουν όλες να προσεγγίσουν ένα νησί. Οι ιδιοκτήτες των σκαφών τους κατεβάζουν όλους άρον άρον και φεύγουν το γρηγορότερο για να μη συλληφθούν.

Οι ακτίνες του ήλιου αρχίζουν να ξεπροβάλλουν. Ξημερώνει. Μια νέα μέρα ξεκινά για τους ανθρώπους που αποφάσισαν να αλλάξουν τη ζωή τους. Που πέρασαν δυσκολίες, αλλά που δεν το έβαλαν κάτω. Που ακολούθησαν αυτό που λέει η καρδιά τους. Που έφτασαν ως την άκρη του δικού τους ονείρου….

 

 

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία.

Τα σχόλια έχουν κλείσει.